- υποδέρκομαι
- Ακοιτάζω βλοσυρά, από κάτω προς τα πάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek